- κονιστικός
- κονῑσ-τικός, ή, όν,A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονιστικός — κονιστικός, ή, όν (Α) [κονίω] (για πτηνά) αυτός που τού αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη … Dictionary of Greek
κονιστικός — liking to roll in the dust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιστικοί — κονιστικός liking to roll in the dust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)